- κοντοφόρος
- κοντοφόρος, -ον (ΑM)στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, με δόρυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, λογχο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντοφόρον — κοντοφόρος carrying a pole masc/fem acc sg κοντοφόρος carrying a pole neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντοφόροι — κοντοφόρος carrying a pole masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντοφόρους — κοντοφόρος carrying a pole masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντοφόρων — κοντοφόρος carrying a pole masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονταφόρος — κονταφόρος, ὁ (Α) κοντοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντοφόρος με ανομοίωση, πιθ. αναλογικά προς το αγγελι α φόρος] … Dictionary of Greek
κοντοφορικόν — κοντοφορικόν, τὸ (Μ) [κοντοφόρος] σώμα κοντοφόρων, σώμα στρατιωτών με δόρατα … Dictionary of Greek
κοντοφορώ — κοντοφορῶ, έω (ΑM) [κοντοφόρος] είμαι οπλισμένος με δόρυ, φέρω και χρησιμοποιώ δόρυ … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek